- ῥοδόεντι
- ῥοδόειςof rosesmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… … Dictionary of Greek
ῥοδόεντ' — ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses neut nom/voc/acc pl ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses masc acc sg ῥοδόεντι , ῥοδόεις of roses masc/neut dat sg ῥοδόεντε , ῥοδόεις of roses masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)